Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1.страд. к крутить в 1, 2 и 3 ·знач. Нитки крутятся.
2. Вращаться. "И кой-где первый желтый лист, крутясь, слетает на дорогу." Тютчев.
3. То же, что крутить в 6 ·знач. (·обл. ). Она с ним уже второй год крутится.
КРУТИТЬСЯ
1. (1 и 2 л. не употр.).
То же, что скручиваться.
Крутится жгут.
2. То же, что вертеться (в 1, 2, 3 и 4 знач.)./5.
Колесо крутится. К. перед зеркалом. Малыш крутится около матери.
3. (разг.) проводить время в хлопотах, беспокойных занятиях.
Целый день к. с делами.
крутиться
несов.
1) а) Вертеться, вращаться, совершая круговые движения.
б) Двигаться по кругу.
2) а) Поворачиваться то в одну, то в другую сторону, постоянно менять положение.
б) разг. Беспокойно ворочаться в постели (обычно без сна).
в) перен. Многократно возвращаться к одному и тому же предмету, одной и той же теме (о разговоре, мысли и т.п.).
3) Скручиваться, свиваться.
4) Быть охваченным вихревым движением; взметаться, взвихриваться.
5) Совершать вращательные движения (при падении, полете, течении и т.п.).
6) перен. разг. Назойливо вертеться где-л., добиваясь чьей-л. благосклонности.
7) перен. разг. Быть в постоянных хлопотах.
8) перен. разг. Избегать прямого разговора, хитростью, уловками уклоняться от чего-л.
9) Страд. к глаг.: крутить (1,3).