Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
НАГРАЖД'АТЬ, награждаю, награждаешь. ·несовер. к наградить .
награждать
НАГРАЖДАТЬ, наградить кого, наделять, даровать, жаловать. Бог наградил его способностями. Отец наградил детей поровну.
| Давать, жаловать за какую заслугу, за службу, за подвиги и пр. Да наградит тебя Господь за доброе дело! Кто награждает, тот и карает. Труды мои вознаграждены. -ся, быть награждаему. Награжденье ср., ·об. награда жен., ·об. действие по гл. и
| самый предмет, чем кто-либо награжден: мзда, возмездие, воздаянье, вознагражденье. Наградный, к награде относящийся. Наградные деньги; наградный список чинам. Награждатель муж. награждательница, наградитель муж. наградительница, а ·в·знач. насмешливом наградчик муж. наградчица, кто награждает. Наградолюбивый, наградокорыстный, наградостяжательный, любящий награды, ради их только старательный; наградолюбие, наградостяжанье ср. свойство такого человека.
награждать
несов. перех.
1) а) Давать награду кому-л.
б) перен. Выражать кому-л. благодарность, проявлять расположение в награду за что-л.
2) а) разг. Наделять чем-л., предоставлять кому-л. что-л. ценное.
б) перен. Одарять, наделять (здоровьем, дарованиями, способностями и т.п.).
3) перен. разг. Наносить кому-л. удар, давать оплеуху, щелчок и т.п.