накачаться - ορισμός. Τι είναι το накачаться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι накачаться - ορισμός


НАКАЧАТЬСЯ      
напиться допьяна.
накачаться      
НАКАЧ'АТЬСЯ, накачаюсь, накачаешься, ·совер.
1. (·несовер. нет). Покачаться вволю, достаточно (·разг. ).
2. (·несовер. накачиваться). Выпить много (вина; ·прост. ·вульг. ).
накачаться      
сов. разг.
1) Покачаться много, вдоволь.
2) см. также накачиваться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накачаться
1. Сначала желание "накачаться", потом зависание в спортзалах, глотание анаболических стероидов.
2. "Накачаться" алкоголем на стадионе практически невозможно, а в баре - пожалуйста.
3. Зрителя убеждают, что "отказаться невозможно" и он непременно должен накачаться от пуза.
4. - Накачаться алкоголем стюардесса могла только в воздухе, -объяснил "КП" начальник юридической службы "Аэрофлот-Норд" Сергей ТУРОВ.
5. И все же перед первым большим сбором гэкачепистов ему пришлось как следует накачаться с помощью "подручных" средств - уверенности не хватило.
Τι είναι НАКАЧАТЬСЯ - ορισμός