наклеить - ορισμός. Τι είναι το наклеить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι наклеить - ορισμός


наклеить      
I
сов. перех.
см. наклеивать.
II
сов. перех. разг.
см. наклеивать.
НАКЛЕИТЬ      
1. То же, что приклеить.
Н. марку на конверт.
2. наготовить, склеивая, клея.
Н. елочных игрушек.
наклеить      
НАКЛЕ'ИТЬ, наклею, наклеишь, ·совер.наклеивать
).
1. что. Прикрепить клеем, наложив на поверхность чего-нибудь. Наклеить объявление на дверь или на двери. Наклеить марку на конверт.
2. что и чего. Изготовить в каком-нибудь количестве при помощи клея. Наклеил за день двадцать коробок.
Наклеить нос кому - см. нос
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наклеить
1. Довольно сложно наклеить без повреждений и помарок.
2. Но повис вопрос: где их получить, а главное - наклеить?
3. Подобные марки можно было бы наклеить на легальный диск.
4. Не забудьте на каждый контейнер наклеить бумажку с указанием содержимого.
5. -Другое дело, что могут наклеить нашу этикетку на обычную шипучку.
Τι είναι наклеить - ορισμός