Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
НАПОЛНЯТЬ, наполнить что чем, замещать пустоту, накладывать, насыпать или наливать, напускать чего куда дополна. Наполнить воз кладью, шкаф посудою, ведро водою, комнату дымом. Гости наполнили (собою) комнату.
| * Надежда наполняет душу мою. Наполнить паруса, мор. обратить их так, чтобы они надулись ветром. Воровством села не наполнишь. -ся, страд.
| наполнять себя, набираться чего дополна. Наполненье ср., ·об. действие по гл. Наполнитель муж.-тельнацажен. наполняющий что-либо. Наполнительный снаряд и пр. при спуске воздушного шара, служащий для наполненья его. Наполно, наполнях нареч. дополна, сполна, полно или вполне. Наполметь, наполниться, стать полным.
наполнять
несов. перех.
1) а) Накладывая, наливая и т.п., заполнять, занимать что-л. до предела.
б) Заполнять, насыщать (запахами, звуками и т.п.).
в) перен. Переполнять, заполнять (мыслями, душевными переживаниями и т.п.).
2) Заполнять, насыщать, переполнять собой.
3) Занимать все места, все пространство (о людях, животных).
наполнять
НАПОЛН'ЯТЬ, наполняю, наполняешь. ·несовер. к наполнить .