Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
несов. перех.
1) а) Избавлять от заключения, неволи.
б) Избавлять от угнетения, бесправия или рабства.
2) а) Давать возможность не делать чего-л., не подвергаться чему-л.
б) Увольнять, снимая с работы.
3) а) Устранять то, что-л. стесняет или мешает движению; высвобождать.
б) Устранять проявление чего-л. (нравственных сил, чувств, мыслей и т.п.).
в) Выделять или получать в свободном состоянии что-л.
4) а) Делать незанятым какое-л. пространство или поверхность чего-л.
б) Переставать пользоваться чем-л., делая доступным для другого.
в) Делать свободным от обычных занятий (время, досуг).
5) Устранившись, переставать мешать кому-л. или стеснять чью-л. свободу действий.
6) Возвращать обратно захваченную врагом территорию.
освобождать
ОСВОБОЖДАТЬ, освободить узника, пташку. увольнять, отпускать, дать свободу, пустить на волю. Народ освобожден от чужого владычества, от ига, гнета. Крепостное право рушилось, крестьяне освобождены. Освободить кого, от чего, отрешать, сымать обязанность. Белопашцы освобождены от податей и повинностей. -ся, страд. и ·возвр. Освобожденье ср. действие по гл. Освобождатель, -ница, часто освобождавший, или желающий освобождать; освободитель, -наца, освободивший кого, давший кому свободу. Освобожденник, -ница, получивший свободу. Освободи или освободь нареч., ·*пск., ·*твер. в свободную пору, на досуге.
освобождать
ОСВОБОЖД'АТЬ, освобождаю, освобождаешь. ·несовер. к освободить .