откатываться - ορισμός. Τι είναι το откатываться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι откатываться - ορισμός


откатываться      
ОТК'АТЫВАТЬСЯ, откатываюсь, откатываешься, ·несовер.
1. ·несовер. к откатиться
.
2. страд. к откатывать
.
откатываться      
несов.
1) а) Перемещаться назад или в сторону от чего-л., катясь.
б) перен. разг.-сниж. Уходить от кого-л.
2) а) перен. Отступать, отходить (о войсках).
б) Отдаляться (о боях, войне).
3) Страд. к глаг.: откатывать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για откатываться
1. Страна, двигаясь вперед, начала откатываться назад.
2. Эти 20% после смены собственника "откатываться" перестали.
3. И будем откатываться как можно дальше", - подчеркнул Сурков.
4. Это я активировал систему, которая не дает откатываться на подъеме.
5. И будем откатываться как можно дальше", - отрезал Сурков.
Τι είναι откатываться - ορισμός