отковырять - ορισμός. Τι είναι το отковырять
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отковырять - ορισμός


отковырять      
сов. перех.
см. отковыривать.
ОТКОВЫРЯТЬ      
ковыряя, отделить.
О. штукатурку.
отковырять      
ОТКОВЫР'ЯТЬ, отковыряю, отковыряешь, ·совер.отковыривать
), что (·разг. ). Отделить, ковыряя. Отковырять замазку с окон.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отковырять
1. Делая зверское лицо, он пытается отковырять кусок.
2. Вопрос, конечно, как похитители умудрились их отковырять и скрыться незамеченными.
3. Потрудились они на славу - всего им удалось отковырять 77 противоугонов.
4. Я даже попытался отковырять себе на память тумблер, но не получилось - сделано на совесть.
5. Грязное дело Содрать старые обои, отковырять обшарпанную плитку - это далеко не все грязные работы, с которыми придется столкнуться до ремонта.
Τι είναι отковырять - ορισμός