Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
несов. перех. и неперех.
1) а) перех. Преобразовывать в процессе работы в какой-л. продукт, изготовлять что-л. из какого-л. материала, сырья.
б) Превращать во что-л., усваивая (о растительных и животных организмах или их органах).
2) перен. перех. Усвоив, восприняв, уяснять себе, приспосабливать к своему пониманию, своему психическому складу.
3) перех. Переделывать, исправлять вторичной обработкой.
4) Работать дольше установленного времени.
5) Вырабатывать чего-л. больше нормы.
6) неперех. Причинять вред своему здоровью излишней работой; переутомляться.
7) разг. Делать всё или многое; выполнять все или многие работы.
перерабатывать
(переработывать), переработать что, переделать, перемастерить, сделать сызнова, иначе, получше. Так работай, чтоб не перерабатывать.
| Обработать. Из переработанного тряпья выходит бумага,
| -кого, работая взапуски, перегнать, вообще, сработать больше кого. Иной старик молодого переработает.
| - все, много, на(с)работать, кончить работы. Господской работы не переработаешь, ·т.е. нет ей конца. -ся, быть переработану. Пища перерабатывается и усвояется. Когда хлопок переработается, то цена ему утрояется. Перерабатыванье ·длит. переработанье ·окончат. переработка жен., ·об. действие по гл. Переработчик, -чица, передельщик, обработчик.
перерабатывать
ПЕРЕРАБ'АТЫВАТЬ (переработывать ·устар.), перерабатываю, перерабатываешь. ·несовер. к переработать .