пилотировать - ορισμός. Τι είναι το пилотировать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι пилотировать - ορισμός


пилотировать      
ПИЛОТ'ИРОВАТЬ, пилотирую, пилотируешь, ·несовер., что (от ·франц. piloer) (авиац.). Управлять, руководить (летательным аппаратом) во время полета. Пилотировать дирижабль.
пилотировать      
несов. перех. и неперех.
Управлять летательным аппаратом во время полета.
ПИЛОТИРОВАТЬ      
управлять летательным аппаратом.
П. самолет. Пилотируемый космический корабль.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για пилотировать
1. Пилотировать его могут без ограничений оба летчика.
2. - Вы учите летчиков пилотировать на критических режимах?
3. Пилотировать наш корабль должен российской космонавт.
4. Причем пилотировать самолеты будут малайзийские летчики.
5. Пилотировать тяжелые самолеты сложнее, чем истребители.
Τι είναι пилотировать - ορισμός