увязнуть - ορισμός. Τι είναι το увязнуть
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι увязнуть - ορισμός


увязнуть      
УВ'ЯЗНУТЬ, увязну, увязнешь, прош. вр. увяз, увязла (увязнул ·обл.), ·совер.увязать
2). Застрять, попав во что-нибудь топкое, тесное, в такое, из чего трудно выбраться. "Савраска увяз в половине сугроба." Некрасов.
| перен. Попасть в безвыходное положение, не зная, что предпринять, запутаться (·разг. ). Увязнуть в неразрешимых вопросах.
УВЯЗНУТЬ      
увязнуть      
сов. неперех.
1) Однокр. к глаг.: увязать (1*).
2) см. также увязать (1*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για увязнуть
1. Смысла в этом нет - в одном конфликте можно увязнуть надолго.
2. Чтобы потом, совсем запутавшись, покорно увязнуть в ней на армянских.
3. Электроника не дает заглохнуть или зарыться, увязнуть или забуксовать.
4. "Ходим в резиновых сапогах, чтобы не увязнуть", - говорит она.
5. Следует учесть: начав служебный роман, вы рискуете увязнуть в болоте.
Τι είναι увязнуть - ορισμός