утесывать - ορισμός. Τι είναι το утесывать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι утесывать - ορισμός


утесывать      
УТЁСЫВАТЬ, утёсываю, утёсываешь (спец.). ·несовер. к утесать
.
утесывать      
УТЕСЫВАТЬ, утесать что, потонить, умалять тескою, стесать. Утеши доску еще на полпальца. -ся, страд. Утешется, впору будет. Утесыванье ·длит. утесанье ·окончат. утес муж. утеска жен., ·об. действие по гл.
| Утес, круть, круча, скала, каменный обрыв, стремнина; самородная каменная стена. Река в утесах течет. Гребень Урала утесом стоит. Водопад прядает с утеса на утес. Утесный, к утесу относящийся. Утесник, растенье Ulex. Утесистая местность, скалистая. - берег, каменный, крутой, обрывистый, скалистый. -тость, свойство ·по·прилаг.
утёсывать      
несов. перех.
Убавлять в толщине тесанием.
Τι είναι утесывать - ορισμός