хлопнуть - ορισμός. Τι είναι το хлопнуть
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι хлопнуть - ορισμός


хлопнуть      
сов. перех. и неперех.
1) Однокр. к глаг.: хлопать (1,2).
2) см. также хлопать.
хлопнуть      
ХЛ'ОПНУТЬ, хлопну, хлопнешь. ·однокр. к хлопать
. "Хлопнул он себя по карману." Лейкин. "Ладонью по земле как хлопну!" А.Тургенев. "По зеркальцу как хлопнет." Пушкин. "Германн слышал, как хлопнула дверь в сенях." Пушкин. Хлопнул выстрел. "Хлопнул внушительную чарочку перцовки." А.Тургенев. Хлопнул певцу. Хлопнул куропатку.
хлопнутый      
ХЛ'ОПНУТЫЙ, хлопнутая, хлопнутое: хлопнут, хлопнута, хлопнуто. прич. страд. прош. вр. от хлопнуть
(см. хлопать
в 1, 5 и 6 ·знач. ).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για хлопнуть
1. Оскорбиться - значит рассориться, хлопнуть дверью.
2. Молодые показаться хотят, ветераны - хлопнуть дверью.
3. Хлопнуть дверью, да погромче - вполне себе амбиция.
4. Иногда появляется просто желание хлопнуть дверью.
5. Однако армейцы могут, что называется, хлопнуть дверью.
Τι είναι хлопнуть - ορισμός