abaratarse - ορισμός. Τι είναι το abaratarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι abaratarse - ορισμός


abaratarse      
Palabras Relacionadas
abaratamiento      
abaratamiento m. Acción de abaratar: "Campaña para el abaratamiento de las subsistencias".
abaratamiento      
sust. masc.
Acción y efecto de abaratar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για abaratarse
1. Si esa estabilidad se consolidara, los precios de los carburantes deberían seguir la tendencia y abaratarse.
2. Sin embargo, según la estadística del INE, la vivienda nueva, lejos de abaratarse, se ha encarecido un 5,3% en el último año.
3. Una tendencia que ha llevado al metro cuadrado en terreno urbano a abaratarse un 7,8% entre abril y junio, con lo que a cierre de este mes costaba 258,8 euros, según datos del Ministerio de Vivienda.
4. En julio de 2007, el IPC anual se situó en el 2,2%. La escalada de los precios del petróleo es, en gran parte, responsable de las altas tasas de inflación que está registrando la economía española desde hace meses, si bien en los últimos días el barril de crudo ha empezado a abaratarse, hasta situarse algo por encima de los 120 dólares.
Τι είναι abaratarse - ορισμός