acentuado - ορισμός. Τι είναι το acentuado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι acentuado - ορισμός


acentuado      
Sinónimos
adjetivo
2) exagerado: exagerado, enfático, abultado
Antónimos
adjetivo
imperceptible: imperceptible, comedido
Palabras Relacionadas
acentuado      
acentuado, -a
1 Participio adjetivo de "acentuar[se]": "La vocal acentuada".
2 Muy *perceptible y predominando sobre otros componentes o aspectos de la cosa de que se trata: "Un acentuado sabor a naranja". Acusado, claro, marcado, notorio. O haciéndose cada vez más perceptible: "El tiempo muestra una acentuada tendencia a mejorar".
Acentuación      
intensificación, distinción aumentada. Se aplica sobre todo a los ruidos cardíacos o pulmonares
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για acentuado
1. La crisis navarra ha acentuado el mal ambiente interno en el PP.
2. Esta sobreoferta ha acentuado la dificultad en la toma de decisiones.
3. Estas divergencias se han acentuado desde la llegada a la presidencia de Sarkozy.
4. La reunión ha acentuado la división entre varios de los dirigentes socialistas.
5. Para observar un repunte tan acentuado del paro hay que remontarse a la recesión de 1''3.
Τι είναι acentuado - ορισμός