avieso - ορισμός. Τι είναι το avieso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι avieso - ορισμός


avieso      
adj.
1) Torcido, fuera de regla.
2) fig. Malo o mal inclinado.
avieso      
avieso, -a (del lat. "aversus")
1 adj. *Torcido.
2 (gralm. yuxtapuesto) Aplicado a personas o a sus intenciones, inclinado a hacer daño: "Es un hombre avieso. No pudo realizar sus aviesos deseos". *Maligno.
3 (ant.) m. *Maldad.
4 (ant.) *Delito.
5 (ant.) *Pérdida o extravío (acción de extraviar[se]).
avieso      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
sustantivo/adjetivo
Palabras Relacionadas
Expresiones Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για avieso
1. No era tan avieso que Torquemada, pero se le parecía.
2. Kirchner pretendió arrancar a Duhalde de las sombras al involucrarlo en aquel pacto avieso.
3. Cuba inició entonces un largo periodo de sujeción al avieso vecino.
4. El vecino avieso del norte ejerce además su imperial voluntad de incluir en la lista negra de los violadores de los derechos humanos a Cuba.
5. Por el norte un vecino avieso ya cuaja, pero tú ordenarás, tú entenderás y tú guiarás". Ese vecino avieso del norte intervino a su manera para separar a Cuba de España y lo logró apropiándose de la isla y de otras posesiones ultramarinas españolas en 18'8, medio siglo después de arrebatarle a México la mitad de su territorio.
Τι είναι avieso - ορισμός