bombeo - ορισμός. Τι είναι το bombeo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι bombeo - ορισμός


bombeo         
sust. masc.
1) Comba, convexidad.
2) Acción y efecto de bombear líquidos.
bombeo         
Sinónimos
sustantivo
Bombeo         
procedimiento de anestesia espinal en el que se mezcla el contenido de la jeringa con el líquido cefalorraquídeo aspirado con ésta y luego, por sucesivas inyecciones y aspiraciones se inyecta el conjunto. Barbotage.

Βικιπαίδεια

Bombeo
El término Bombeo se puede referir a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για bombeo
1. Este último reanudó ayer el bombeo de combustible interrumpido el martes por razones de seguridad.
2. Residentes dijeron que el misil dio en una estación de bombeo de agua.
3. Hay 170 estaciones de bombeo de agua y de tratamiento de aguas residuales.
4. En esas horas el consumo se reduce al 50 por ciento, lo mismo que el bombeo.
5. Paralizadas las 170 estaciones de bombeo de agua y de tratamiento de aguas negras.
Τι είναι bombeo - ορισμός