colérico - ορισμός. Τι είναι το colérico
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι colérico - ορισμός


colérico      
colérico, -a ("Estar") adj. Poseído de cólera. Descompuesto, encolerizado, enfurecido, furibundo, furioso. ("Ser") Propenso a la cólera. Irascible, violento. *Carácter.
colérico      
adj.
1) Perteneciente a la cólera o que participa de ella.
2) Perteneciente o relativo al cólera, enfermedad.
3) Atacado de cólera, enfermedad. Se utiliza también como sustantivo.
4) Que fácilmente se deja llevar de la cólera, ira.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για colérico
1. Divertido y colérico Divertido, irónico, airado, sorprendente, megalómano, memorioso, colérico, heroico, Umbral ha disfrutado de los mejores atributos para hacerse leer mediante adoradores, adictos y feroces enemigos.
2. Sólo por su aire colérico y montaraz la derecha puede perder las elecciones.
3. Tengo noticia de que en algunos círculos de Madrid comienzan a lamentarse las secuelas del semestre colérico.
4. Le acusó de ser "colérico" y de no escuchar las explicaciones que ella le dio sobre el robo.
5. Extravertido, jovial y colérico, este ingeniero "ladra pero no muerde", asegura un periodista que le trató años atrás.
Τι είναι colérico - ορισμός