desparramado - ορισμός. Τι είναι το desparramado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desparramado - ορισμός


desparramado      
part. pas.
Participio de desparramar.
adj.
Ancho, abierto.
desparramado      
Sinónimos
adjetivo
Palabras Relacionadas
desparramado      
desparramado, -a
1 Participio adjetivo de "desparramar[se]".
2 Aplicado a un terreno, al horizonte, etc., ancho, abierto.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desparramado
1. Descolorido, apático, desparramado en la cancha, con la única premisa de cumplir con el compromiso.
2. "Puede ocurrir que sea un gran Corte Inglés desparramado o que, como se advierte en algún barrio, regrese gente joven que quiere vivir en la ciudad.
3. Basta con verlo ahí, mano a mano con Clarín, desparramado sobre uno de los sillones de su amplio living de Belgrano.
4. Cuando llegamos al hotel nos informan que la camioneta había volcado en la curva de la muerte, y que se habían desparramado todas las cosas.
5. Su miedo se ha desparramado, ha bajado a la calle, y los mexicanos, colocados frente al espejo, empiezan a tener miedo de su imagen ante sí mismos y ante el mundo.
Τι είναι desparramado - ορισμός