empeorarse - ορισμός. Τι είναι το empeorarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι empeorarse - ορισμός


empeorarse      
Sinónimos
verbo
Palabras Relacionadas
empeorar      
empeorar
1 intr. y prnl. Ponerse o hacerse peor una cosa; por ejemplo, un enfermo o el tiempo.
2 tr. Poner peor una cosa.
. Catálogo
Afear, *agravar, bajar, caer, ir de caída, ir de capa caída, *decaer, declinar, *degenerar, degradar[se], descender, desdecir, desmedrar[se], desmejorar[se], desvalorizarse, echarse a perder, salir de Guatemala y entrar en Guatepeor, andar [o ir] de Herodes a Pilatos, ir de mal en peor, ir [o pasar] a mayores, caerle a uno mimes, ir a peor, perder, peorar, peyorar, ir cada vez peor, andar de zocos en colodros. *Estropear.
empeorar      
verbo trans.
Hacer que aquel o aquello que ya era o estaba malo, sea o se ponga peor.
verbo intrans.
Irse haciendo o poniendo peor el que o lo que ya era o estaba malo. Se utiliza también como pronominal.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για empeorarse
1. La batalla social recién comienza y sólo puede empeorarse si el gobierno continúa insistiendo con las privatizaciones de empresas públicas, especialmente del gas y la electricidad, a las que las fuerza la Comisión Europea por razones de competencia.
Τι είναι empeorarse - ορισμός