ensañarse - ορισμός. Τι είναι το ensañarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ensañarse - ορισμός


ensañado      
ensañado, -a
1 Participio adjetivo de "ensañar[se]".
2 (ant.) *Valiente.
desensañar      
desensañar (de "des-" y "ensañar") tr. *Apaciguar a alguien.
ensañar      
verbo trans.
Irritar, enfurecer.
verbo prnl.
Deleitarse en causar el mayor daño posible a quien ya no está en condiciones de defenderse.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ensañarse
1. Cada semana tenía la obligación de ensañarse con los técnicos audaces y con los jugadores creativos.
2. Como tampoco hay que ensañarse en la fácil simplificación del derrotismo y la autof lagelación.
3. Eso permitió al AEK salir vivo en la primera parte, a pesar de que el equipo de Michael Laudrup tuvo ocasiones de sobra para ensañarse con los griegos.
4. "Los padres creen que la educación en casa es mejor que en la escuela", argumenta el letrado, quien acusa a la Administración y al juez de "ensañarse" con esta familia.
5. Se espera agua a borbotones para todo el fin de semana, y algunas previsiones ya se aventuran a afirmar que una lengua del temporal que ha devastado parte de Cuba podría ensañarse con los alrededores de Indiana mañana.
Τι είναι ensañado - ορισμός