indispensable - ορισμός. Τι είναι το indispensable
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι indispensable - ορισμός


indispensable         
indispensable
1 adj. No dispensable (excusable).
2 Se aplica a aquello de lo que no se puede prescindir. *Necesario.
Lo [más] indispensable. *Mínimo de cosas de las cuales ya no se puede prescindir en el caso de que se trata.
indispensable         
adj.
1) Que no se puede dispensar ni excusar.
2) Que es necesario o muy regular que suceda.

Βικιπαίδεια

Indispensable
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για indispensable
1. Considero que es indispensable el manejo ordenado y disciplinado de las finanzas públicas; es indispensable no endeudar al país de manera irresponsable; es indispensable sostener una poderosa política social para seguir ganando terreno a la pobreza; es indispensable seguir implacables en contra de la inseguridad y el crimen organizado.
2. "Por tiempo indeterminado la ISAF seguirá siendo indispensable", advirtió.
3. Para ello, le parece indispensable deshacerse de sus últimas pertenencias.
4. - Es indispensable configurar un sólo acceso de administrador.
5. Para ello, es indispensable el acuerdo político de la centroderecha.
Τι είναι indispensable - ορισμός