inutilidad - ορισμός. Τι είναι το inutilidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι inutilidad - ορισμός


inutilidad      
sust. fem.
Calidad de inútil.
inutilidad      
inutilidad
1 f. Cualidad de inútil.
2 Persona inútil o torpe.
Inutilidad física. Circunstancia de ser físicamente inútil, por ejemplo para ejercer cierta *profesión. Causa que la produce.
inutilidad      
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
3) uso
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για inutilidad
1. Esta vieja propuesta padece ya de una cierta inutilidad sobrevenida.
2. Y hoy ya resuena todo ello con el eco de la inutilidad más absoluta.
3. Todos han comprendido la inutilidad de la violencia sectaria y del terrorismo.
4. Pero lo que me impresiona es la inutilidad de la rabia en circunstancias como ésas.
5. El artificio en el plano estético y la inutilidad en el moral, el yo como principio y fin de todo.
Τι είναι inutilidad - ορισμός