jura - ορισμός. Τι είναι το jura
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι jura - ορισμός


jura         
sust. fem.
1) Acción de jurar solemnemente la sumisión a ciertos preceptos u obligaciones.
2) Juramento, afirmación o negación de una cosa, poniendo por testigo a Dios, o en sí mismo o en sus criaturas.
3) Acto solemne en que los Estados y ciudades de un reino, en nombre de todo él, reconocían y juraban la obediencia a su príncipe.
sust. masc. fam.
Cuba. Guatemala. Guardia, policía.
jura         
Sinónimos
sustantivo
jura         
jura f. Acto solemne de jurar *fidelidad al soberano, a la bandera, a la constitución, a un cargo, etc.

Βικιπαίδεια

Jura

El término Jura puede referirse a:

  • Jura, una cordillera de los Alpes que da su nombre a:
    • Cantón del Jura en Suiza;
    • Departamento del Jura en Francia;
    • Queso del Jura.
  • Jura, isla escocesa.
  • Juramento:
    • Jura de la Constitución, un acto ocurrido en Uruguay en 1830.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για jura
1. Pero 80.000 soldados paquistaníes, jura Islamabad, lo buscan sin éxito.
2. La jura de los bonaerenses duró sólo diez minutos.
3. La jura está prevista desde las '.30 en el Congreso.
4. Sus mejores whiskys, Dalmore y Isle of Jura, se venden a hasta 3.000 euros la botella.
5. Una portavoz del Príncipe de Asturias jura que Loli estuvo "siempre controlada".
Τι είναι jura - ορισμός