lingüista - ορισμός. Τι είναι το lingüista
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lingüista - ορισμός

FILÓLOGO, JUEZ Y ACADÉMICO ANGLO-GALÉS
William Jones botánico; William Jones (filologo); William Jones (botánico); William Jones botanico; William Jones (botanico); William Jones (lingüista); William Jones (sanscritólogo); Sir William Jones

lingüista      
género común
Persona versada en lingüística.
lingüista      
Sinónimos
sustantivo
lingüista      
lingüista n. Persona que se dedica a la lingüística.

Βικιπαίδεια

William Jones (filólogo)

William Jones (Londres, 28 de septiembre de 1746-Calcuta, 27 de abril de 1794) fue un lingüista e investigador de la antigua India, célebre en particular por su redescubrimiento de la familia de las lenguas indoeuropeas.[1]

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lingüista
1. El lingüista Pedro Luis Barcia dice que un desafío es mantener la unidad del idioma.
2. Pero los ciudadanos no viven solos, así que existen los derechos de las comunidades lingüísticas", asegura el lingüista Daniel Cassany.
3. 07÷15 1'53.– Muere el ameritado periodista, político, escritor, educador, poeta y lingüista mexicano Benito Fentanes.
4. Había conocido y se había casado con Carol Schatz, una colega lingüista, y tuvieron tres hijos.
5. A este lingüista, la beca que recibe cada mes como investigador no le permite llegar a fin de mes.
Τι είναι lingüista - ορισμός