menudencia - ορισμός. Τι είναι το menudencia
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι menudencia - ορισμός


menudencia      
menudencia      
sust. fem.
1) Pequeñez de una cosa.
2) Esmero y escrupulosidad con que se considera y reconoce una cosa.
3) Cosa de poco aprecio y estimación.
4) plur. Partes pequeñas que quedan de las canales del tocino después de destrozadas.
5) Morcillas, longanizas y otros despojos que se sacan del cerdo.
6) Menudillo de las aves.
menudencia      
menudencia (de "menudo" y "-encia")
1 f. *Chuchería o *insignificancia. Cosa de poco tamaño, de poco valor o de poca importancia: "Siempre lleva los bolsillos llenos de menudencias".
2 Minuciosidad en la manera de hacer, referir, etc., algo.
3 f. pl. *Despojos del cerdo. Morcillas, longanizas, etc., que se hacen al matar el *cerdo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για menudencia
1. No va a permitir que una menudencia como ésta le borre la sonrisa de ganadora.
2. Pequeño de estatura -sus enemigos le llaman Su Menudencia-, delgado, con el cabello blanco y un aire de abuelo bondadoso, Cañizares se ha convertido en uno de los principales baluartes del catolicismo más conservador en España.
Τι είναι menudencia - ορισμός