mimado - ορισμός. Τι είναι το mimado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι mimado - ορισμός


mimado      
Sinónimos
adjetivo
1) consentido: consentido, malcriado, favorito, mimoso, regalado, viciado, resabiado, mal acostumbrado
sustantivo/adjetivo
Antónimos
adjetivo
mimado      
mimado, -a Participio adjetivo de "mimar". adj. y n. Se aplica a las personas, particularmente a los niños, mal acostumbrados por exceso de mimo. Consentido, ñaño, regalón.
V. "niño mimado".
mimado      
adj.
Se dice de las personas, sobre todo de los niños, mal acostumbrados por el exceso de mimos. Se utiliza también como sustantivo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για mimado
1. "He mimado a mi hijo excesivamente, pero estoy segura de que volvería a hacerlo", admite.
2. Y dentro de ese axioma irreductible, Noel Gallagher es un mimado.
3. Por Facundo Quiroga, de la redacción de Clarín.com . Da gusto verlo ahí, mimado por el mundo.
4. --------------- Aquí acaba la primera parte de esta Balada del Niño Mimado boliviano.
5. Aparece siempre por sorpresa en ataque y es el mimado por la gente.
Τι είναι mimado - ορισμός