modestia - ορισμός. Τι είναι το modestia
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι modestia - ορισμός


modestia         
sust. fem.
1) Virtud que modera y regla las acciones, conteniendo al hombre en los límites de su estado, según lo conveniente a él.
2) Cualidad de humilde, falta de engreimiento o vanidad.
3) Pobreza, escasez de medios, recursos, bienes, etc.
modestia         
modestia (del lat. "modestia")
1 f. Cualidad de *modesto: humilde, falto de engreimiento.
2 Con referencia a mujeres, *recato.
3 Falta de lujo, escasez de medios o recursos.
Falsa modestia. Modestia afectada.

Βικιπαίδεια

Modestia
La modestia es la cualidad de la persona modesta, que no tiene ni muestra una alta opinión de sí misma. Entre los clásicos fue considerada una virtud y se relacionó con la humildad o la ausencia de vanidad o engreimiento, la ostentación y la soberbia.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για modestia
1. Modestia, perfil bajo, son condiciones imprescindibles para disfrutar del éxito.
2. Con modestia, rechaza el apelativo de padre de Internet.
3. En definitiva, "buen gobierno" implica modestia y voluntad de aprendizaje colectivo.
4. Y lo de Juárez no es precisamente la falsa modestia.
5. "En realidad", decía Lizaso con modestia, "yo no he variado mucho su forma de entrenarse.
Τι είναι modestia - ορισμός