oprimirse - ορισμός. Τι είναι το oprimirse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι oprimirse - ορισμός


oprimirse      
Palabras Relacionadas
oprimir         
  • Siemens]] de Berlín en 1943
  • Una mujer liberándose de sus cadenas, símbolo de la lucha contra la opresión.
RELACIÓN ASIMÉTRICA DE PODER
Oprimido; Opresor; Opresivo; Oprimir
oprimir         
  • Siemens]] de Berlín en 1943
  • Una mujer liberándose de sus cadenas, símbolo de la lucha contra la opresión.
RELACIÓN ASIMÉTRICA DE PODER
Oprimido; Opresor; Opresivo; Oprimir
oprimir (del lat. "opprimere")
1 tr. Hacer fuerza contra una cosa, con lo que se la obliga a ocupar menos espacio o a meterse dentro de algo, o se dificulta su movimiento: "El émbolo oprime el gas. Oprimió con el dedo el botón del timbre. El vendaje oprime la articulación". *Apretar. Causar molestia de esa manera: "Me oprime el cuello de la camisa".
2 Mandar o gobernar imponiendo arbitrariamente obligaciones o cargas abusivas a las personas a las que se manda o gobierna. Tiranizar. Acogotar, aherrojar, *apretar, apurar, atingir, avasallar, opresar, meter en un puño, sojuzgar, subyugar, *sujetar, tiranizar. No hay peor cuña que la de la misma madera. *Déspota. *Dominar. *Mandar.
Τι είναι oprimirse - ορισμός