pechugón - ορισμός. Τι είναι το pechugón
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι pechugón - ορισμός


pechugón      
pechugón, -a (de "pechuga")
1 m. *Golpe dado con la mano o el puño en el pecho de alguien, que se da con el pecho o se recibe en él al tropezar con algo o caerse, o que se dan dos personas al chocar de frente.
2 Gran *esfuerzo o impulso hecho o dado de una vez.
3 (inf.) adj. y n. f. Se aplica a la mujer con el pecho voluminoso.
4 (Am. C., Chi., Col., Perú, Ven.) adj. y n. Descarado, sinvergüenza.
5 (Chi.) Se aplica a la persona valiente.
pechugón      
adj.
1) Se dice de la mujer de pecho abultado. Se utiliza también como sustantivo femenino.
2) Chile. Se dice de la persona de mucho empuje y resolución. Se utiliza también como sustantivo.
3) América Central. Colombia. Chile. México. Perú. Venezuela. Indelicado, sinvergüenza, gorrón. Se utiliza también como sustantivo.
sust. masc.
1) Golpe fuerte que se da con la mano en el pecho de otro.
2) Caída o encuentro de pechos.
3) fig. Esfuerzo extremado o impulso fuerte.
pechugón      
Sinónimos
sustantivo
Τι είναι pechugón - ορισμός