peluca - ορισμός. Τι είναι το peluca
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι peluca - ορισμός

CABELLERA POSTIZA
Protesis capilar; Pelucas; Prótesis capilares; Prótesis capilar
  • s}}, con peluca barroca.
  • Diferentes modelos de peluca

peluca         
sust. fem.
1) Cabellera postiza.
2) fig. fam. Persona que la trae o la usa.
3) fig. fam. Reprensión acre y severa dada a un inferior.
peluca         
peluca (del fr. "perruque", con influencia de "pelo")
1 f. Cabellera postiza. Casquete, peluquín. Cairel. *Pelo.
2 (inf.) Persona que la usa.
3 *Reprensión áspera dirigida a un inferior.
peluca         
Sinónimos
sustantivo

Βικιπαίδεια

Peluca

Una peluca es una cabellera postiza de cabello sintético o natural, usado en la cabeza principalmente por motivos estéticos. Muchos hombres y mujeres usan pelucas para disimular su pérdida de cabello. Las denominadas prótesis capilares pueden ser indetectables a simple vista. Los actores usan pelucas para conseguir mayor similitud con sus personajes.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για peluca
1. Iba disfrazado con una barba, bigote y peluca falsos.
2. Antes de marcharse, encara a la mujer y le advierte: -Y no se ponga peluca.
3. Miriam Esther se lanzó hacia él y le quitó la peluca.
4. El pasado 5 de mayo, Luis volvió al lugar del crimen, pero con una peluca.
5. Un calor sobrellevable... a no ser que lleves de forma perenne una peluca de medio palmo.
Τι είναι peluca - ορισμός