preeminencia - ορισμός. Τι είναι το preeminencia
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι preeminencia - ορισμός


preeminencia      
sust. fem.
Privilegio, exención, ventaja o preferencia que goza uno respecto de otro por razón o mérito especial.
preeminencia      
Sinónimos
sustantivo
3) elevación: elevación, eminencia, altura
Antónimos
sustantivo
preeminencia      
preeminencia (del lat. "praeeminentia")
1 f. Situación preeminente. *Preferir, *superior.
2 *Privilegio o *ventaja que alguien tiene, por razón de sus méritos, categoría, etc., sobre otros.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για preeminencia
1. Las leyes de la poligamia suelen determinar cierta preeminencia de la primera esposa.
2. Si no se hiciera abierto, entonces sí las estructuras más duras del partido tendrían una preeminencia.
3. En nuestro país, la preeminencia del crimen organizado, sin duda ligado a organizaciones delictivas trasnacionales, se ha convertido en un factor que atenta contra las garantías individuales.
4. De ahí su preeminencia en las iglesias locales.- Es el caso de Antonio María Rouco, gallego de 71 años.
5. Las diferencias entre ambos mo–delos se centran en la preeminencia del sistema catalán sobre el espańol.
Τι είναι preeminencia - ορισμός