prontitud - ορισμός. Τι είναι το prontitud
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι prontitud - ορισμός


prontitud      
sust. fem.
1) Celeridad, presteza o velocidad en ejecutar una cosa.
2) Viveza de ingenio o de imaginación.
3) poco usado Viveza de genio, precipitación.
prontitud      
prontitud (del lat. "promptitudo")
1 ("con") f. Manera rápida de hacer las cosas. Diligencia, ligereza, rapidez, viveza.
2 *Viveza de ingenio o de imaginación.
3 *Viveza de genio o precipitación en el obrar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για prontitud
1. Aceleró su habitualmente pausado juego dando la sensación de poder equilibrar el marcador con prontitud.
2. Confío que las fuerzas de seguridad podrán dilucidar lo ocurrido con prontitud‘‘.
3. El Atlético había reaccionado con prontitud, pero vivía un suplicio cada vez que Crusat encaraba a Perea.
4. ELPAÍS.com ha preparado para entonces un gran despliegue de recursos para informar con prontitud y exactitud de todo lo que rodea a la llegada del iPhone3G a España.
5. Sin embargo, ayer se daba por hecho que conseguiría convencer a los senadores de que no actuó de mala fe y que obtendría la confirmación con prontitud.
Τι είναι prontitud - ορισμός