puerilidad - ορισμός. Τι είναι το puerilidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι puerilidad - ορισμός


puerilidad      
sust. fem.
1) Calidad de pueril.
2) Hecho o dicho propio de niño, o que parece de niño.
3) fig. Cosa de poca entidad o despreciable.
puerilidad      
puerilidad
1 f. Cualidad de pueril. Hecho o dicho pueril.
2 Cosa de poca importancia o valor.
puerilidad      
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
1) importancia: importancia, gravedad
2) malicia: malicia, perversidad
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για puerilidad
1. Borges decía que quien escribe para niños puede quedar contaminado de puerilidad, y es cierto.
2. El ministro se contradice cuando anuncia que estamos ante el tercer shock del petróleo y, al mismo tiempo, presenta un plan de ahorro que en ocasiones roza la puerilidad.
3. Un artículo de hace poco en el que, mostrando mi respeto por quienes desean desenterrar a sus muertos de la Guerra Civil y darles mejor sepultura, no me abstenía de señalar que había un elemento de puerilidad y superstición en ello, al menos para quienes no somos religiosos ni creemos que las personas perduren en sus reliquias y huesos.
Τι είναι puerilidad - ορισμός