quita - ορισμός. Τι είναι το quita
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι quita - ορισμός

EL "LEVANTAMIENTO" PARCIAL O TOTAL O LA CONDONACIÓN DE LA DEUDA
Quita; Condonacion; Cancelación de la deuda; Condonación de deuda; Cancelación de deuda; Quita de deuda

quita         
sust. fem.
Derecho. Remisión o liberación que de la deuda o parte de ella hace el acreedor al deudor.
quita         
Sinónimos
sustantivo
quita         
quita f. Der. *Perdón de una deuda o de parte de ella, que hace el acreedor.

Βικιπαίδεια

Condonación

La condonación de una deuda (también, cancelación de una deuda, remisión de una deuda o quita de una deuda) es el acto jurídico y económico por el cual una persona física o jurídica -una institución, banco, empresa, estado- que es acreedora de otra, decide renunciar a su derecho, liberando del pago a la persona deudora.[1][2]

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quita
1. Y quita chinitas a Telefónica, la mejor compañía para afrontarla.
2. No le quita la mentira para eso están los estatutos.
3. Si es así, se quita lo antes posible", explica Whetstone.
4. Eso te quita la ansiedad y tienes capacidad de reacción.
5. Así se quita la desinhibición y hasta siente placer.
Τι είναι quita - ορισμός