raer - ορισμός. Τι είναι το raer
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι raer - ορισμός


raer      
verbo trans.
1) Raspar una superficie, quitando pelos, substancias adheridas, pintura, etc, con instrumento áspero o cortante.
2) fig. Extirpar enteramente una cosa; como vicio o mala costumbre.
raer      
raer (del lat. "radere")
1 ("de") tr. Arrancar una cosa adherida a una superficie pasando con fuerza por ella una cosa dura o áspera, o el borde afilado de un utensilio. *Raspar.
2 Igualar el contenido de una vasija, particularmente de alguna de las usadas para *medir, con el borde de ella, pasando por encima de éste algún utensilio. *Rasar.
3 *Quitar un vicio, mala costumbre, etc. *Extirpar.
. Conjug. irreg. pres. ind.: raigo (o rayo), raes, rae, raemos, raéis, raen; pret. indef.: raí, raíste, rayó, raímos, raísteis, rayeron; pres. subj.: raiga, raigas, raiga, raigamos, raigáis, raigan (o raya, rayas, raya, rayamos, rayáis, rayan); pret. imperf.: rayera,-se, rayeras,-ses, rayera,-se, rayéramos,-semos, rayerais,-seis, rayeran,-sen; imperat.: rae, raiga (o raya), raed, raigan (o rayan); ger.: rayendo. Se evita en general el uso de la 1.ª persona del singular del presente de indicativo y de todo el subjuntivo. Es preferible la forma "raigo" a "rayo" y "raiga" a "raya", etc.
raer      
Sinónimos
verbo
2) quitar: quitar, eliminar, arrancar
Palabras Relacionadas
Τι είναι raer - ορισμός