recriminación - ορισμός. Τι είναι το recriminación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι recriminación - ορισμός


recriminación      
recriminación f. Acción de recriminar. Palabras con que se recrimina.
recriminar      
recriminar (de "re-" y "criminar")
1 tr. Contestar a las acusaciones de alguien con otras acusaciones.
2 Dirigir censuras o quejas a alguien por sus acciones o sentimientos. *Reprochar. También recípr.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για recriminación
1. Pero ni la recriminación de la grada, ni la charla de Schuster, agitó la conciencia adormecida de los jugadores.
2. Los agentes, que no se identificaron, le pisaron la cabeza contra el asfalto y eso suscitó la recriminación de los transeúntes.
3. El pasado 27 de agosto se determinó que se carecen de elementos para formular alguna recriminación a Vidal, reprodujo Formato 21.
4. La alocución de Carod estuvo marcada por un tono de amarga recriminación al PSOE de lo que pudo haber sido y no fue.
5. Bush afirmó que la noticia de ayer "representa el final del caso pero no el final de la lucha contra el terrorismo". Sin abandonar su tono de velada recriminación. ańadió que "El mal no tendrá la última palabra.
Τι είναι recriminación - ορισμός