recrudecerse - ορισμός. Τι είναι το recrudecerse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι recrudecerse - ορισμός


recrudecerse      
recrudecer      
verbo intrans.
Tomar nuevo incremento un mal físico o moral, o un afecto o cosa perjudicial o desagradable, después de haber empezado a remitir o ceder. Se utiliza también como pronominal.
recrudecimiento      
sust. masc.
Recrudescencia.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για recrudecerse
1. Semanas después de la aparición de Esperanza2012.com o Gallardon2012.com, la tormenta no sólo no ha amainado, sino que amenaza con recrudecerse.
2. Como consecuencia de la falta de transparencia, las tensiones en los mercados monetarios, han vuelto a recrudecerse y su normalización se retrasa "cada vez más", señalan.
3. Y es un fenómeno que tiende a recrudecerse porque las expectativas de vida son mayores pero la edad productiva es menor.
4. El número de secuestros de extranjeros en Iraq ha descendido en 2005, pero ha vuelto a recrudecerse a finales del año.
5. Las autoridades chilenas han ordenado la evacuación de todas las personas que permanecían aún en la sureña localidad de Chaitén, tras recrudecerse la erupción del volcán del mismo nombre, que hoy ha comenzado a emitir lava.
Τι είναι recrudecerse - ορισμός