serenidad - ορισμός. Τι είναι το serenidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι serenidad - ορισμός


serenidad      
sust. fem.
1) Calidad de sereno.
2) Título de honor de algunos príncipes.
serenidad      
serenidad
1 f. Cualidad o estado de sereno. Estado del tiempo cuando no está alterado por ningún fenómeno atmosférico que lo haga desapacible: "La serenidad de la tarde". Quietud. ("Conservar, Turbar, Recobrar, Recuperar") Estado de la persona no alterada por la ira u otra pasión, o por el miedo o estado de ánimo semejante. *Tranquilidad. ("Conservar") Cualidad de la persona que conserva en los momentos de peligro o ante un suceso imprevisto la capacidad de obrar como conviene.
2 Con "su" o "vuestra", *tratamiento que se daba a algunos príncipes.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για serenidad
1. Farrow emanaba serenidad y una fragilidad aparente.
2. Hacen falta calma y serenidad para tomar la distancia necesaria.
3. Las soluciones deben ser debatidas con serenidad y con premura.
4. Nos piden tranquilidad, serenidad y defensa de nuestros intereses.
5. La presidenta, afirma, mantuvo la serenidad en todo momento.
Τι είναι serenidad - ορισμός