sujeciÓn - ορισμός. Τι είναι το sujeciÓn
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sujeciÓn - ορισμός


sujeción      
sujeción (del lat. "subiectio, -onis")
1 f. Acción de sujetar.
2 Estado de sujeto.
3 Cualquier cosa o medio que contiene o sujeta algo o a alguien.
4 *Figura retórica que consiste en hacerse el escritor u orador preguntas que él mismo contesta.
5 En retórica, *anticipación o prolepsis, particularmente cuando se hace en forma de pregunta y respuesta.
sujeción      
sust. fem.
1) Acción de sujetar o sujetarse.
2) Unión con que una cosa está sujeta.
3) Ferretería. Conjunto de elementos destinados a asegurar la fijación de los carriles a las traviesas.
4) Retórica. Figura que consiste en hacer el orador o el escritor preguntas a que él mismo responde.
5) Retórica. Anticipación o prolepsis.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sujeciÓn
1. Muchos de ellos ascienden 25 metros sin sujeción alguna.
2. "Esto no se debe hacer así, debería haber alguna sujeción.
3. Pero si la sujeción tiene que ser prolongada en el tiempo, entonces se opta por las correas.
4. Cuba inició entonces un largo periodo de sujeción al avieso vecino.
5. Estas hablaban de "falta de seguridad e incomodidad de los vuelos", retrasos y deficiencias en la sujeción de la carga.
Τι είναι sujeción - ορισμός