tutiplén - ορισμός. Τι είναι το tutiplén
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι tutiplén - ορισμός


tutiplén      
Expresiones Relacionadas
a tutiplén
tutiplén      
loc. adv. fam.
1) En abundancia, a porrillo.
2) fam. A plena satisfacción.
tutiplén      
tutiplén o tutiplé (del lat. "totus", todo, y "plenus", lleno). A tutiplé[n] (inf.). Aplicado a la manera de *dar o distribuir una cosa, sin medida o sin discernimiento.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για tutiplén
1. Y con toda razón: champán a tutiplén, barbacoas y fiestorros con la excusa de la moda y la creatividad.
2. Cada vez está más lejos de los ciudadanos a los que representa, embarcado en una loca huida hacia ninguna parte en pos del relumbrón de expos hortícolas, campos de fútbol, recalificaciones salvajes para hacer acopio de dineros y fastos a tutiplén.
3. Lo mejor es que los sevillistas recuperaron su tono habitual en los partidos que juegan en su estadio -llevarse por delante al contrario en el primer cuarto de hora-. Sería una mezquindad difícil de justificar negarle el mérito al conjunto andaluz de su buen hacer, pero no se puede pasar por alto cómo se complicó la existencia en la segunda mitad, después de haber protagonizado momentos brillantes y merecido goles a tutiplén en la primera.
Τι είναι tutiplén - ορισμός