varonil - ορισμός. Τι είναι το varonil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι varonil - ορισμός


varonil      
adj.
1) Perteneciente o relativo al varón.
2) Esforzado, valeroso y firme.
varonil      
varonil
1 (laud.) adj. Propio de hombre. Viril.
2 Como de *hombre: "Una mujer de aspecto varonil".
varonil      
Sinónimos
adjetivo
1) masculino: masculino, hombruno, macho, varón
2) valeroso: valeroso, esforzado, firme
Antónimos
adjetivo
2) cobarde: cobarde, tímido
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για varonil
1. En trampolГ­n un metro varonil no participarГ¡ MГ©xico, ya que "no es prueba olГ­mpica y no estamos apostando por esa modalidad, tampoco en sincronizados varonil", concluyГі Careaga.
2. En el momento de mayor fertilidad optan por hombres apuestos de fuerte aspecto varonil.
3. Su aparición la primavera pasada en la revista gay The Advocate, con su aspecto varonil, barba y el torso desnudo mostrando su tripa de embarazado, desató la polémica.
4. En ese mismo tiempo la pelea en la rama varonil estaba fuerte con Abraham MendГ­vil, los hermanos, Juan y JosГ© Cornejo y Melchor Castro.
5. Los consignados al Reclusorio Preventivo Varonil Oriente son÷ Jorge Jesús Miranda Goena, Miguel Velázquez Flores, Oscar Gerardo Molina Michel, Salvador Bañuelos Cota y Salvador Bañuelos Figueroa.
Τι είναι varonil - ορισμός