"Quiet" - Επιπίδιο (Adjective)
"Piling" - Ουσιαστικό (Noun)
"Rig" - Ουσιαστικό (Noun)
Quiet piling rig: Αναφέρεται σε έναν εξοπλισμό (rig) για πασσάλισμα που λειτουργεί με λιγότερο θόρυβο από τα παραδοσιακά μηχανήματα. Αυτού του είδους οι κατασκευές χρησιμοποιούνται συχνά σε περιοχές όπου η ηχορρύπανση είναι μια ανησυχία ή περιορίζει την προσβασιμότητα.
Η φράση "quiet piling rig" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικούς ή επαγγελματικούς κλάδους, όπως η μηχανική και η κατασκευή. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε κατασκευαστικές μεθόδους που σέβονται το περιβάλλον ή περιοχές με ευαίσθητους θόρυβους.
The contractor chose a quiet piling rig to minimize noise during construction.
Ο εργολάβος επέλεξε έναν ήσυχο εξοπλισμό πασσάλισμα για να ελαχιστοποιήσει τον θόρυβο κατά τη διάρκεια της κατασκευής.
Using a quiet piling rig helps reduce disturbances in residential areas.
Η χρήση ενός ήσυχου εξοπλισμού πασσάλισμα βοηθά στη μείωση των διαταραχών σε κατοικημένες περιοχές.
The project required a quiet piling rig due to nearby schools.
Το έργο απαιτούσε έναν ήσυχο εξοπλισμό πασσάλισμα λόγω των κοντινών σχολείων.
Η φράση "quiet piling rig" μπορεί να έλθει σε σύνδεση με τις παρακάτω ιδιωματικές εκφράσεις:
"He wants to keep things on the quiet by using a less noisy piling rig."
"Θέλει να κρατήσει τα πράγματα σιωπηλά χρησιμοποιώντας έναν λιγότερο θορυβώδη εξοπλισμό πασσάλισμα."
"The engineers are in favor of quiet operations to avoid complaints."
"Οι μηχανικοί υποστηρίζουν τις ήσυχες επιχειρήσεις για να αποφύγουν τις διαμαρτυρίες."
"Implementing a quiet piling rig is part of our quiet approach to construction."
"Η εφαρμογή ενός ήσυχου εξοπλισμού πασσάλισμα είναι μέρος της σιωπηλής προσέγγισης μας στην κατασκευή."
"In urban construction, a quiet piling rig can be a quiet lifesaver for residents."
"Στην αστική κατασκευή, ένας ήσυχος εξοπλισμός πασσάλισμα μπορεί να είναι ένας σιωπηλός σωτήρας για τους κατοίκους."
Συνώνυμα: - Quiet: silent, calm, still - Piling: foundation, support - Rig: setup, equipment
Αντώνυμα: - Quiet: noisy, loud, boisterous - Piling: (σπάνια αντωνυμία, αναλόγως της χρήσης) - Rig: disassemble, dismantle