Cellist είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtʃɛlɪst/
Ο όρος "cellist" αναφέρεται σε έναν μουσικό που παίζει το βιολοντσέλο, ένα έγχόρδο όργανο που ανήκει στην οικογένεια των εγχόρδων. Οι cellists μπορεί να εμφανίζονται σε διάφορους μουσικούς συνόλους όπως ορχήστρες, μουσικές μπάντες ή ως σολίστες.
Το "cellist" χρησιμοποιείται κατά μέσο όρο πιο συχνά σε γραπτό κείμενο σε μουσικά πλαίσια, όπως άρθρα, βιογραφίες μουσικών, ή συγκεκριμένες αναφορές σχετικά με παραστάσεις και ηχογραφήσεις.
Ο βιολοντσελίστας εκτέλεσε υπέροχα στο κονσέρτο.
She became a renowned cellist after years of hard work.
Έγινε φημισμένη βιολοντσελίστα μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς.
The cellist was a key member of the quartet.
Στα Αγγλικά, ο όρος "cellist" δεν χρησιμοποιείται ευρέως στις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχει η ευκαιρία να δημιουργηθούν κάποιες φρουσικά σημασίες:
"Να παίξεις σαν βιολοντσελίστας" σημαίνει να εκτελέσεις με μεγάλη πάθος και τεχνική ικανότητα.
"Stuck between a rock and a cellist" is a humorous take on being in a difficult situation with a musician.
Η λέξη "cellist" προέρχεται από το ιταλικό "violoncellist", το οποίο είναι ένας συνδυασμός της λέξης "violoncello" (βιολοντσέλο) και του "ist", που σημαίνει κάποιον που ασχολείται με κάτι.
Συνώνυμα: - Βιολοντσελίστας - Ένας μουσικός του βιολοντσέλου
Αντώνυμα: - Οι όροι δεν έχουν ακριβή αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθούν άλλοι μουσικοί όπως: - Βιολονίστας (για το βιολί) - Κιθαριστής (για την κιθάρα)