Το "прост" είναι επίθετο στη ρωσική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: [prɒst]
Η λέξη "прост" σημαίνει "απλός" ή "εύκολος" στην ρωσική γλώσσα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι περίπλοκο ή που δεν απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Этот вопрос слишком прост для меня.
(Αυτή η ερώτηση είναι πολύ απλή για μένα.)
Простой рецепт пирога нашел в интернете.
(Βρήκα μια απλή συνταγή για πίτα στο διαδίκτυο.)
Жизнь приобретает смысл, когда становится простой.
(Η ζωή αποκτά νόημα όταν γίνεται απλή.)
Η λέξη "прост" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Прост как дважды два.
(Απλό όπως το δύο και δύο.)
Εδώ σημαίνει ότι κάτι είναι πολύ εύκολο να κατανοηθεί.
Не всякий простодушен.
(Δεν είναι όλοι απλοί ή καλοπροαίρετοι.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι η απλότητα μπορεί να είναι παραπλανητική.
Простое счастье.
(Απλή ευτυχία.)
Αναφέρεται σε ευτυχία που προέρχεται από απλές, καθημερινές στιγμές.
Простая правда.
(Απλή αλήθεια.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αλήθεια που είναι προφανής ή αυτονόητη.
Сделать что-то простым делом.
(Να κάνεις κάτι απλό. )
Σημαίνει να απλοποιήσεις τη διαδικασία.
Η λέξη "прост" προέρχεται από το αρχαίο σλαβονικό "простъ", που σημαίνει "απλός" ή "καθαρός".