Η λέξη «противоп.» (προτού, για λόγους κατανόησης στις επόμενες υποενότητες, θα χρησιμοποιούμε το πλήρες ρωσικό «противоположный») είναι επίθετο στα ρωσικά.
/prʌtʲɪvɐˈloʒnɨj/
Ο όρος «противоположный» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι το ακριβώς αντίθετο ή να έχει τη δυνατότητα να αντιτίθεται. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη αντιστοιχεί στο «opposite» και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι πιο κοινή στα γραπτά κείμενα.
Противоположный подход к проблеме может привести к лучшим результатам.
Ο αντίθετος προσανατολισμός στο πρόβλημα μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.
Я вижу противоположные мнения среди наших коллег.
Βλέπω αντίθετες απόψεις μεταξύ των συνεργατών μας.
Противоположные стороны конфликта должны найти общий язык.
Οι αντίθετες πλευρές της σύγκρουσης πρέπει να βρουν μια κοινή γλώσσα.
Η λέξη «противоположный» χρησιμοποιείται σε διάφορες ρωσικές φράσεις και ιδιωματικές εκφράσεις:
Смотреть на противоположную сторону.
Να κοιτάτε την αντίθετη πλευρά. (Να εξετάσετε διαφορετικές απόψεις.)
Противоположные силы действуют в природе.
Οι αντίθετες δυνάμεις δρουν στη φύση. (Αναφέρεται στις φυσικές ισορροπίες.)
У них противоположные интересы.
Έχουν αντίθετα συμφέροντα. (Σημαίνει ότι οι στόχοι ή επιδιώξεις είναι διαφορετικές.)
Противоположные мнения могут обогатить дискуссию.
Οι αντίθετες απόψεις μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση. (Υποδεικνύει την αξία διαφορετικών απόψεων.)
Принять противоположное мнение.
Να αποδεχτείς την αντίθετη άποψη. (Σημαίνει ότι είσαι ανοιχτός σε άλλες μεριές σκέψης.)
Η λέξη «противоположный» προέρχεται από το ρωσικό «против» (ενάντια) και το «положение» (θέση). Έτσι, ουσιαστικά η λέξη έχει την έννοια της «αντίθετης θέσης» ή «θέση εναντίον».
Συνώνυμα: - противоположный (αντίθετος) - параллельный (παράλληλος, σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - сходный (παρόμοιος) - аналогичный (ανάλογος)
Αυτές οι παρατηρήσεις παρέχουν μια λεπτομερή εικόνα της λέξης «противоположный», της χρήσης της και των συνδυασμών της στη ρωσική γλώσσα.