Η λέξη "физ." είναι συντομογραφία και χρησιμοποιείται ως ένα επίθετο που σχετίζεται με τη φυσική επιστήμη.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης σε διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [fɪz].
Η λέξη "физ." μπορεί να μεταφραστεί ως "φυσικός" ή "φυσική".
Η λέξη "физ." χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδιορίσει πράγματα που σχετίζονται με τη φυσική επιστήμη. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, σε ακαδημαϊκά κείμενα και βιβλία.
(Ο φυσικός νόμος της βαρύτητας εξηγεί την πτώση των αντικειμένων.)
Физ. эксперименты требуют точных измерений.
Η λέξη "физ." δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες ακαδημαϊκές ή επιστημονικές φράσεις:
(Οι φυσικές πραγματικότητες δεν ταιριάζουν πάντα με τις προσδοκίες μας.)
Физ. подход к решению задачи требует глубокого анализа.
Η λέξη προέρχεται από τη ρωσική γλώσσα, με "физика" που σημαίνει "φυσική". Αυτό συνδέει τη λέξη με την επιστήμη της φυσικής.
Συνώνυμα: φυσικός, φυσική επιστήμη. Αντώνυμα: χημικός, χημεία (σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία).