Το "-chord" είναι ένα ουσιαστικό.
Phonetic transcription: /kɔrd/
Το "-chord" αναφέρεται γενικά σε μια ομάδα ή μία διάταξη νότες που παίζονται ταυτόχρονα στην μουσική, δημιουργώντας μια συγκεκριμένη αρμονία. Η χρήση του παρατηρείται συχνά στα μουσικά και αρμονικά πλαίσια, καθώς και σε θεωρίες μουσικής.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις μεταξύ μουσικών και ακροατών μουσικής.
Οι μουσικές χορδές μπορούν να δημιουργήσουν διαφορετικά συναισθήματα μέσα σε ένα τραγούδι.
She learned how to play several chords on the guitar.
Έμαθε πώς να παίζει πολλές χορδές στην κιθάρα.
The harmony in this piece is achieved through complex chords.
Αυτό το τραγούδι πραγματικά με αγγίζει.
Change of chords
Η αλλαγή χορδών σε αυτό το τραγούδι είναι πολύ ομαλή.
Hit the wrong chord
Χτύπησε τη λάθος χορδή κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Chords of love
Η λέξη "chord" προέρχεται από το παλαιό γαλλικό "chorde", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το ελληνικό "χόρδη", που σημαίνει "χορδή" ή "νήμα".
Συνώνυμα: - αρμονία - ακόρντο
Αντώνυμα: - dissonance (δυσαρμονία) - discord (ασυμφωνία)