Το "-mouthed" είναι μια επίθετη μορφή (adjective) που χρησιμοποιείται σε σύνθετες λέξεις που περιγράφουν κάποιον που έχει χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές σχετικές με το στόμα.
/mаʊθd/
Η λέξη "-mouthed" χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδυασμούς για να περιγράψει κάποιον που εκφράζεται ή μιλά έντονα ή λίγο αδιάκριτα. Χρησιμοποιείται συχνά σε αρνητικό ή κοροϊδευτικό πλαίσιο. Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο γραπτό πλαίσιο.
"He is always loud-mouthed during meetings."
"Είναι πάντα φωνακλάς κατά τη διάρκεια των συναντήσεων."
"Don't be so big-mouthed about your plans."
"Μην είσαι τόσο καταφατικός για τα σχέδιά σου."
Η λέξη "-mouthed" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που έχουν ευρύτερες σημασίες:
"Big-mouthed" (φωνακλάς, που δεν κρατάει μυστικά):
"He is a big-mouthed person who tells everyone else's secrets."
"Είναι φωνακλάς που λέει τα μυστικά των άλλων."
"Small-mouthed" (μικρό στόμα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι συνεσταλμένος ή μαζεμένος):
"She feels small-mouthed when she has to speak in public."
"Αισθάνεται συνεσταλμένη όταν πρέπει να μιλήσει δημοσίως."
"Open-mouthed" (με ανοιχτό στόμα, δηλαδή κατάπληκτος):
"I was left open-mouthed by the magician's tricks."
"Έμεινα άφωνος από τα κόλπα του μάγου."
Η λέξη "-mouthed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "mouth" (στόμα) και τον επιθετικό δείκτη "-ed", που συνήθως χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα που υποδηλώνουν έναν χαρακτηρισμό ή μια ιδιότητα.
Συνώνυμα: - Loud-mouthed (φωνητικός) - Talkative (ομιλητικός) - Blabbermouth (καρντάσης)
Αντώνυμα: - Silent (σιωπηλός) - Reserved (συγκρατημένος) - Reticent (αποστειρωμένος)