-mouthed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

-mouthed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "-mouthed" είναι μια επίθετη μορφή (adjective) που χρησιμοποιείται σε σύνθετες λέξεις που περιγράφουν κάποιον που έχει χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές σχετικές με το στόμα.

Φωνητική μεταγραφή

/mаʊθd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "-mouthed" χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδυασμούς για να περιγράψει κάποιον που εκφράζεται ή μιλά έντονα ή λίγο αδιάκριτα. Χρησιμοποιείται συχνά σε αρνητικό ή κοροϊδευτικό πλαίσιο. Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "-mouthed" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που έχουν ευρύτερες σημασίες:

Ετυμολογία

Η λέξη "-mouthed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "mouth" (στόμα) και τον επιθετικό δείκτη "-ed", που συνήθως χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα που υποδηλώνουν έναν χαρακτηρισμό ή μια ιδιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Loud-mouthed (φωνητικός) - Talkative (ομιλητικός) - Blabbermouth (καρντάσης)

Αντώνυμα: - Silent (σιωπηλός) - Reserved (συγκρατημένος) - Reticent (αποστειρωμένος)



25-07-2024