Ways είναι ένα ουσιαστικό (plural noun).
/weɪz/
Η λέξη "ways" αναφέρεται σε διάφορους τρόπους ή μεθόδους για το πώς να επιτευχθεί κάτι ή σε διαφορετικές κατευθύνσεις ή μορφές που μπορεί να πάρει κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται ευρέως και μπορεί να αναφέρεται σε πραγματικές και αφηρημένες κατηγορίες, όπως "ways of learning" (τρόποι μάθησης) ή "ways to communicate" (τρόποι επικοινωνίας). Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να λύσετε ένα πρόβλημα.
She has her own ways of expressing her feelings.
Η λέξη "ways" είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Βρες τον δικό σου τρόπο.
Break new ground in ways.
Σπάστε νέο έδαφος με τρόπους.
There’s more than one way to skin a cat.
Υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να λύσεις ένα πρόβλημα. (σημαίνει ότι υπάρχουν πολλές μέθοδοι για να επιτευχθεί ένας στόχος)
Lead the way.
Δείξε τον δρόμο.
In many ways, he is like his father.
Η λέξη "way" προέρχεται από παλαιότερες αγγλικές μορφές, όπως το παλαιό αγγλικό "weg", το οποίο σημαίνει "οδός" ή "μονοπάτι". Αυτή η μορφή έχει τις ρίζες της στην Γερμανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Methods (μέθοδοι) - Means (μέσα)
Αντώνυμα: - End (τέλος) - Stagnation (στάση)